δικαιολογικός

δικαιολογικός
δικαιο-λογικός, ή, όν, zur Verteidigung gehörig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικαιολογικώτερον — δικαιολογικός of adverbial comp δικαιολογικός of masc acc comp sg δικαιολογικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικῶν — δικαιολογικός of fem gen pl δικαιολογικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικόν — δικαιολογικός of masc acc sg δικαιολογικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικαῖς — δικαιολογικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικαί — δικαιολογικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικοῦ — δικαιολογικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικῆς — δικαιολογικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικῇ — δικαιολογικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογική — δικαιολογικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικήν — δικαιολογικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογικῶς — δικαιολογικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”